- κατεξαναστατικός
- κατ-εξ-ανα-στατικός, ή, όν, sich wider einen auflehnend, empörend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεξαναστατικός — κατεξαναστατικός, ή, όν (Α) [κατεξανίσταμαι] ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
κατεξαναστατικά — κατεξαναστατικός fit for resisting neut nom/voc/acc pl κατεξαναστατικά̱ , κατεξαναστατικός fit for resisting fem nom/voc/acc dual κατεξαναστατικά̱ , κατεξαναστατικός fit for resisting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεξαναστατικήν — κατεξαναστατικός fit for resisting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)